Ολόκληρο το μήνυμα της χριστιανικής πίστεως και η μοναδικότητά του σε σχέση με όλες τις άλλες θρησκείες, είναι πως όταν προσβλέπει στον άνθρωπο Ιησού αντικρύζει τον αποκαλυφθέντα Θεό, τον εμφανιζόμενο Θεό εν τω μέσω ημών, πάνω στη γη, μέσα στο χρόνο, με όλη τη σαφήνεια του ορατού, του κατανοητού, του χειροπιαστού κόσμου. Ο χριστιανισμός, η Εκκλησία, πάντοτε επέμειναν σ' αυτή τη συγκεκριμένη, ιστορική και πλήρη ανθρωπότητα του Χριστού. «Ο ακηκόαμεν, ο εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ο εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν» (A'. Ιωάν. 1:1) – να πως ξεκινά την επιστολή του, το κήρυγμά του, ο Ιωάννης. Και αυτό συνεχίζει να διδάσκει η Εκκλησία χωρίς παραλλαγή. Δεν είναι τυχαίο πως το «Σύμβολο της Πίστεως» [...] αναφέρει πάντοτε τον Πόντιο Πιλάτο, τον διοικητή της Παλαιστίνης στους χρόνους του Χριστού. Μ' αυτό το όνομα, μ' αυτό το συγκεκριμένο πρόσωπο και με τη σχέση του με όλα εκείνα προς τα οποία η πίστη κατευθύνεται, αυτό που επιβεβαιώνεται ξανά και ξανά είναι ό,τι αυτός ο Χριστός, στον οποίον πιστεύουμε, δεν είναι κάποια μυθική ύπαρξη, που σαν τους ειδωλολατρικούς θεούς κατοικεί σε κάποιον μυθικό κόσμο «πολύ παλιά και πολύ μακριά». Για τη χριστιανική πίστη, αυτή η σχέση μεταξύ της θείας αποκαλύψεως και της εγκόσμιας ιστορίας και ζωής είναι φοβερά σημαντική. Η αποκάλυψη έλαβε χώρα «επί Ποντίου Πιλάτου» σε μια συγκεκριμένη στιγμή της ιστορίας, σε έναν συγκεκριμένο τόπο, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Κι αλήθεια, τόσο στο παρελθόν όσο και σήμερα ακόμα, πολυάριθμες προσπάθειες έχουν γίνει για να ανασκευάσουν την «ιστορικότητα» των γεγονότων των Ευαγγελίων, για να δείξουν πως ο Χριστός «επινοήθηκε» κατά τον ίδιο τρόπο που επινοήθηκαν όλοι οι άλλοι «θεοί». Έχει γίνει τώρα πια απόλυτα σαφές, ωστόσο, πως αυτές οι απόπειρες πραγματοποιήθηκαν όχι με το ενδιαφέρον της επιστημονικής γνώσεως, αλλά της «ιδεολογίας». Η αυθεντική επιστημονική γνώση, η οποία στη μεθοδολογία και την αντικειμενικότητά της ενώνει παρόμοια και τους άπιστους και τους πιστούς, έχει για πολύ καιρό αναγνωρίσει την «ιστορικότητα» του Χριστού, μολονότι αυτό δεν συνεπάγεται πως όλοι οι μελετητές μοιράζονται και αποδέχονται τη χριστιανική και θρησκευτική ερμηνεία των Ευαγγελικών γεγονότων. Οι μοναδικοί μελετητές που αρνούνται την ιστορικότητα των Ευαγγελίων είναι εκείνοι των οποίων η άρνηση πηγάζει από τις απαιτήσεις της ιδεολογίας τους, εκείνοι για τους οποίους ο πρωταρχικός κίνδυνος από το χριστιανισμό είναι ακριβώς η ιστορικότητά του. Αυτό που είναι σημαντικό για μάς, ωστόσο, δεν είναι αυτές οι απαρχαιωμένες και από παλιά αναξιόπιστες απόπειρες να αντικρούσουν την ιστορικότητα του χριστιανισμού. Πρέπει να καταλάβουμε γιατί ο χριστιανισμός συνδέει τη διδασκαλία του, την πίστη του, με τέτοια συγκεκριμένα, απολύτως σαφή ιστορικά γεγονότα και ανθρώπους – γιατί συσχετίζει αυτά τα συγκεκριμένα γεγονότα με την έσχατη και υπερβατική θρησκευτική αποκάλυψη. Η ιστορία γνωρίζει μόνο τον άνθρωπο Ιησού, η πίστη Τον αναγνωρίζει ως Θεό: να πως μπορούμε να εκφράσουμε, εν συντομία, την ουσία του χριστιανισμού. Όμως εδώ, φανερώνεται κάτι που είναι υπερτάτης σημασίας για την κατανόηση του χριστιανισμού και της αντιλήψεώς του για τον Θεό και τον άνθρωπο. Εκείνοι που αντιτίθενται στη θρησκεία ισχυρίζονται πάντοτε πως οι άνθρωποι επινόησαν τον Θεό από αντίδραση στο φόβο και πως κάθε θρησκεία δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο καρπός αυτού του εξαναγκασμού. Όμως σίγουρα εδώ, σΆ εκείνη την εικόνα του ανθρώπου Ιησού που έχει φτάσει έως εμάς δια των Ευαγγελίων, δεν βρίσκουμε απολύτως καμιά βία ή εξαναγκασμό. Κάποιοι άνθρωποι Τον άκουσαν, κάποιοι άλλοι όχι, κάποιοι Τον αγάπησαν, άλλοι Τον μίσησαν. Όμως ποτέ, ούτε για μια φορά, δεν εξανάγκασε ο Χριστός κάποιον να Τον ακολουθήσει, ποτέ δεν εξανάγκασε κανέναν να Τον πιστέψει πιέζοντάς τον. Ωστόσο εκείνοι που Τον αγάπησαν, που Τον πίστεψαν και αποδέχτηκαν τη διδασκαλία Του, όλοι ομόφωνα Τον ομολόγησαν ως Θεό, αποδέχτηκαν και Αυτόν και τη διδασκαλία Του ως Θεία αποκάλυψη. Δεν σημαίνει αυτό πως η χριστιανική εμπειρία, η χριστιανική αντίληψη για τον Θεό είναι κάτι εντελώς αντίθετο από την περιγραφή της από άθεους ιδεολόγους, που εξηγούν τα πάντα στη θρησκεία ως αποτέλεσμα του φόβου, του αγνώστου, του εξαναγκασμού του νου και της συνειδήσεως; Αυτό σημαίνει πως στο επίκεντρο αυτής της χριστιανικής εμπειρίας υπάρχει η εμπειρία ενός Θεού που δεν βιάζει την ανθρώπινη ελευθερία, επιλογή ή απόφαση – ενός Θεού που αναζητά μόνο πίστη δοσμένη ελεύθερα και αυτό σημαίνει πίστη ως ελευθερία. «Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε» είπε ο Χριστός (Ιωάν. 14:15), όμως είναι ακριβώς αυτή η αγάπη που δεν μπορεί να εξαναγκασθεί, είναι ακριβώς αυτή η αγάπη που δεν μπορεί ποτέ και με κανένα τρόπο να βιασθεί. Ναι, ο Θεός αποκαλύπτεται στους ανθρώπους: Αποκαλύπτει τον εαυτό Του στη φύση, στην ιστορία και τελικά στη ζωή: στην εμφάνιση και στη διδασκαλία ενός ανθρώπου, σε ένα μοναδικό γεγονός για τη σημασία του και ανόμοιο με οτιδήποτε άλλο. Όμως αποκαλύπτεται κατά τέτοιο τρόπο, που κάθε άνθρωπος να είναι ελεύθερος να αποδεχθεί αυτή την αποκάλυψη, να έχει την εμπειρία της ως δικής του σωτηρίας, ως τον υψηλότερο σκοπό και έσχατη χαρά της ζωής του, αλλά είναι εξ ίσου ελεύθερος να μη δει, να μη διακρίνει, την αποκάλυψη του Θεού, να την απορρίψει. Πιστεύοντας σΆ ένα Θεό που αναζητά την ελεύθερη απάντηση του ανθρώπου στην αποκάλυψή Του, στην αγάπη Του, ο χριστιανισμός καταφάσκει στην ελευθερία του προσώπου, ή ορθότερα, καταφάσκει στο πρόσωπο ως ελεύθερη ύπαρξη. Έτσι, σύμφωνα με το χριστιανισμό, αυτό που συνδέει τον Θεό και τον άνθρωπο, αυτό που τους ενώνει, δεν είναι ένας εξωτερικός «εξαναγκασμός», αλλά μόνο αγάπη, το πιο ελεύθερο απΆ όλα τα γνωρίσματα του ανθρώπου και η ίδια η ουσία του Θεού. Το Ευαγγέλιο Τον αποκαλεί «Αγάπη», δημιουργεί τον κόσμο εν αγάπη, και μόνο δια της αγάπης μπορούμε να αναγνωρίσουμε τα πάντα στον κόσμο και στη ζωή ως αποκάλυψη της θείας αγάπης. Είναι δια της αγάπης που μάς σώζει και είναι μόνο μέσα στην αγάπη που μπορούμε να αναγνωρίσουμε εν Χριστώ τον Θεό που είναι αγάπη – Εκείνον που μάς φανερώνεται, που μάς πλησιάζει, που ενώνεται μαζί μας.
Από το βιβλίο «Πιστεύω» Αλέξανδρου Σμέμαν Εκδόσεις Ακρίτας
|